ομοιοχρώματος

ομοιοχρώματος
ὁμοιοχρώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο, ομοιόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + χρῶμα, -ατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοχρώματοι — ὁμοιοχρώματος of like colour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”